λευκοκυττάρωση

λευκοκυττάρωση
Παθολογική αύξηση του αριθμού των λεμφοκυττάρων (λευκών αιμοσφαιρίων) του αίματος. Θεωρείται ότι υπάρχει λ. όταν υπάρχουν περισσότερα από 8.000 στοιχεία ανά κυβικό χιλιοστό για τους ενηλίκους. Σύνηθες αίτιο της λ. είναι η λοίμωξη, οπότε η λ. μπορεί να ανέλθει σε 15.000 μέχρι 25.000 λευκά αιμοσφαίρια ανά κυβικό χιλιοστό. Παθήσεις όπως η λευχαιμία ανεβάζουν ακόμη περισσότερο τον αριθμό των λευκών αιμοσφαιρίων (100.000 μέχρι 200.000 ανά κυβικό χιλιοστό). Στη διαφορική διάγνωση της αιτίας της λ. σημαντικό ρόλο έχει ο λευκοκυτταρικός τύπος, δηλαδή η ποσοστιαία συμμετοχή κάθε είδους λευκοκυττάρου (για παράδειγμα, αν υπερέχουν τα πολυμορφοπύρηνα, τα λεμφοκύτταρα κ.ά.).
* * *
η
ιατρ. παθολογική αύξηση τού αριθμού τών λευκών αιμοσφαιρίων στην κυκλοφορία τού αίματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. leucocytosis < leucocyt- < leucocyte < leuc(o)- (πρβλ. λευκ[ο]-) + cyte (< κύτος) + κατάλ. -osis (< -ωσις)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ερυθραιμία — Χρόνια πάθηση του αιμοποιητικού συστήματος. Ονομάζεται και νόσος του Βακέζ, από το όνομα του Γάλλου γιατρού που την ανακάλυψε το 1897. Η ε. χαρακτηρίζεται από αύξηση των ερυθρών αιμοσφαιρίων και του όγκου πλάσματος του αίματος καθώς και από… …   Dictionary of Greek

  • ερυσίπελας — Οξεία φλεγμονή του υποδόριου ιστού –και ειδικότερα των λεμφαγγείων του– που προκαλείται από τον αιμολυτικό στρεπτόκοκκο· η φλεγμονή έχει μικρή τάση προς διαπύηση, αλλά σαφώς διεισδυτικό χαρακτήρα, εξαιτίας του οποίου γρήγορα επεκτείνεται και… …   Dictionary of Greek

  • λευκοκύτωση — η βλ. λευκοκυττάρωση …   Dictionary of Greek

  • μονοπυρήνωση — Οξεία ίωση, που χαρακτηρίζεται από υψηλό πυρετό, πονόλαιμο, διόγκωση των λεμφαδένων (ειδικά του λαιμού) και ένα μεγάλο αριθμό ανώμαλων λευκών αιμοσφαιρίων. * * * η ιατρ. λευκοκυττάρωση, κατά την οποία κυριαρχεί στο αίμα η αύξηση τών μονοπύρηνων… …   Dictionary of Greek

  • υπερλευκοκυττάρωση — και υπερλευκοκύτωση, η, Ν βιολ. παθολογική αύξηση τού αριθμού τών περιεχόμενων στο αίμα λευκοκυττάρων πάνω από 10.000 ανά κυβικό χιλιοστόμετρο αίματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + λευκοκυττάρωση / λευκοκύτωση] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”